εἰκοσαετεῖς

εἰκοσαετεῖς
εἰκοσαετής
of twenty years
masc/fem acc pl
εἰκοσαετής
of twenty years
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πρωτείρης — ὁ, Α συν. στον πληθ. οἱ πρωτεῑραι (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) (στη Σπάρτη) οι εικοσαετείς νεανίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + εἴρην, ενός «τάξη τών νέων στην αρχαία Σπάρτη»] …   Dictionary of Greek

  • Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… …   Dictionary of Greek

  • Λάβαν — Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Βαθουήλ, αδελφός της Ρεβέκκας και ταυτόχρονα θείος και πεθερός του Ιακώβ, ο οποίος παντρεύτηκε τις κόρες του, Ραχήλ και Λεία. Η πρώτη φορά που αναφέρεται το όνομά του στην Παλαιά Διαθήκη είναι στη συνάντηση της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”